-
1 μπάλωμα
[баллома] ουσ. о. починка, штопка, латка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μπάλωμα
-
2 заплата
-
3 заплата
-ы θ.μπάλωμα•наложить -у μπαλώνω, βάζω μπάλωμα•
пальто в -ах πανωφόρι μπαλωμένο, όλο μπαλώματα.
-
4 заплата
το εμβάλωμα, το μπάλωμαста-вить - у βάζω -, μπαλώνω, εμβαλώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заплата
-
5 штопальный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штопальный
-
6 заплата
[ζαπλάτα] ουσ. Θ. μπάλωμα -
7 штопка
[στόπκα] ουσ θ. μπάλωμα -
8 patch
= contour levelFrench\ \ grappe compacte à région limitée; grappe de catégorie spécifique; courbe de niveauGerman\ \ Einheiten mit eingeschränktem Wertebereich; zusammenhängender Klumpen; HöhenlinieDutch\ \ cluster met voorgeschreven begrenzing; contour-niveauItalian\ \ chiazza; curva di livelloSpanish\ \ lot específico; conglomerado especificado; curva de nivelCatalan\ \ lot específic; conglomerat específic; corba de nivellPortuguese\ \ conglomerado específico; curva de nívelRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ μπάλωμα; επίπεδο περιγράμματοςFinnish\ \ (tilkku); kompakti ryväs; tasa-arvokäyräHungarian\ \ határoló szintTurkish\ \ parça; yama; eş-yükselti eğrisi; eş-yükselti seviyesiEstonian\ \ valikuühikute kogumLithuanian\ \ atplaiša; rėžio lygmuo; lygisSlovenian\ \ -Polish\ \ łata; łatka; skrawek; zagon; plama; kształt poziomuRussian\ \ пач (программа; исправляющая ошибки; найденные изготовителем в другой программе)Ukrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ plástur; dýpislínu stigEuskara\ \ adabaki; ingurunea mailaFarsi\ \ s t-he h ddefaselPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ رقعة، مستوى الكفافAfrikaans\ \ kol; kontoervlakChinese\ \ 修 补; 等 值 水 平Korean\ \ 등고수준 -
9 заплата
[ζαπλάτα] ουσ θ μπάλωμα -
10 штопка
[στόπκα] ουσ θ. μπάλωμα -
11 латка
-
12 посадишь
ρ.σ.μ.1. φυτεύω•посадишь яблоню φυτεύω μηλιά.; посадишь цветы φυτεύω λουλούδια.
2. καθίζω, βάζω (βοηθώ) να καθίσει.3. αναγκάζω, υποχρεώνω•посадишь ребнка на уроки βάζω το παιδάκι να κάνει τα μαθήματα.
|| επιβιβάζω, μπαρκάρω παρέχω θέση. || διορίζω, τοποθετώ. || καθορίζω•посадишь больного на диету καθορίζω δίαιτα για τον άρρωστο.
4. θέτω•посадишь под арест βάζω υπο κράτηση•
посадишь в тюрьму φυλακίζω•
посадишь собаку на цепь δένω το σκυλί με την αλυσίδα.
5. προσγειώνω. || (για σκάφος) προσκρούω, καθίζω. || φορώ, ντύνω.7. επιθέτω•посадишь заплату βάζω μπάλωμα, μπαλώνω.
8. εγκατασταίνω•посадишь на землю εγκατασταίνω σε μόνιμη διαμονή (μη νομαδική).
-
13 рябина
-
14 штопанье
-я ουδ.μπάλωμα• μαντάρισμα.
См. также в других словарях:
μπάλωμα — το (Μ μπάλωμα και ἐμπάλωμα και ἐμπάλωμαν και πάλωμα) [μπαλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαλώνω, επιδιόρθωση φθαρμένου ενδύματος ή υποδήματος με ραφή ή επικόλληση κομματιού από το ίδιο ύφασμα ή δέρμα 2. μτφ. μεγάλη κηλίδα χρώματος… … Dictionary of Greek
μπάλωμα — το 1. η επιδιόρθωση φθαρμένου υφάσματος, παπουτσιού κτλ. 2. παροιμ., «Το μπάλωμα χειρότερο από την τρύπα», για πρόχειρες επιδιορθώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έρραμμα — ἔρραμμα, τὸ (Α) [ερράπτω] πρόσραμμα (μπάλωμα) ραμμένο πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
αμπάλωτος — η, ο [μπαλώνω] 1. (για ενδύματα ή υποδήματα) αυτός που δεν μπαλώθηκε, δεν επιδιορθώθηκε στο σημείο που είχε σκιστεί ή ανοίξει 2. αυτός που δεν παίρνει μπάλωμα 3. αυτός που δεν μπορείς να τόν δικαιολογήσεις, να τόν συγκαλύψεις … Dictionary of Greek
εμβάλωμα — το μπάλωμα … Dictionary of Greek
εμβόλισμα — ἐμβόλισμα, το (Α) το μπάλωμα … Dictionary of Greek
επίρραμμα — το (Α ἐπίρραμμα) [επιρράπτω] αυτό που προστίθεται σε κάτι με ραφή, το μπάλωμα νεοελλ. ναυτ. λωρίδα υφάσματος που ράβεται πάνω στα πανιά πλοίου, κατά την κατασκευή τους, για να ενισχύσει ορισμένα σημεία τους … Dictionary of Greek
κάττυμα — το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) [καττύω] πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.) νεοελλ. κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα μσν. μπάλωμα αρχ. 1. είδος ελαφρών υποδημάτων 2. είδος… … Dictionary of Greek
κατάπιασμα — το (Μ κατάπιασμα) [καταπιάνω] νεοελλ. 1. πρόχειρο ράψιμο, βελόνιασμα, τρύπωμα, μπάλωμα 2. μτφ. μνηστεία, αρραβώνας μσν. 1. εγχείρημα, πολεμικό τέχνασμα 2. πολεμικές προετοιμασίες … Dictionary of Greek
κόλλημα — το (AM κόλλημα) [κολλώ] καθετί που έχει ενωθεί με κόλλα, οτιδήποτε έχει συγκολληθεί νεοελλ. 1. κόλληση, συγκόλληση 2. αυτό που επικολλήθηκε, επικόλλημα, μπάλωμα 3. επίμονο και ενοχλητικό φλερτάρισμα 4. βοτ. γένος λειχήνων τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
μπαλωματής — ο, θηλ. μπαλωματού (Μ μπαλωματής) [μπάλωμα] επιδιορθωτής υποδημάτων … Dictionary of Greek